Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Διακοπές με μια αμοιβάδα.

Γράφει η Εβίτα.
[Μιλάει μια έφηβη]
Νέο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου:
Αν για λίγα λεπτά γινόμουν διάφανη μπροστά στα μάτια σου και δεν μπορούσα  να κρύψω τίποτα απ’ όσα νιώθω, ξέρεις τι θα έβλεπες; Ότι κάθε πρωί που φεύγω από το σπίτι σφίγγω δυνατά τα χέρια μου στις τσέπες μέχρι να κοκκινίσουν, έτσι έχω αποφασίσει να κάνω όταν φοβάμαι. Στο μετρό δεν αντέχω τα βλέμματα των ανθρώπων πάνω μου και στην τάξη όταν κάποιος ψιθυρίζει  κάτι στο αυτί του διπλανού του, νομίζω πως μιλάει για μένα. Όλοι είναι πιθανοί εχθροί, κάθε τους κουβέντα μπορεί να με διαλύσει κι εγώ πρέπει να σφίγγω τα χέρια μου στις τσέπες για να αντέξω. Θέλω να ζήσω σαν κανονικός άνθρωπος, μα παντού περισσεύω και πουθενά δεν νιώθω ασφαλής. Ούτε μόνη μου ούτε με τους φίλους ούτε και με σένα. Έψαξα στο ίντερνετ για τον πιο απλό και αυτόνομο οργανισμό και το αποφάσισα: αμοιβάδα θα ήθελα να είμαι. Να μη νιώθω, να μη σκέφτομαι, να μη χρειάζομαι κανέναν. Να διχοτομούμαι όποτε μου κάνει κέφι και με το άλλο μου μισό  να μην έχω καμία σχέση, καμία εξάρτηση. Θα ‘ θελες ποτέ να πας διακοπές με μία αμοιβάδα;
 Αν μπορούσες να δεις τις εικόνες που περνάνε απ’ το μυαλό μου πριν κοιμηθώ, θα σου άρεσε που μας φαντάζομαι να στήνουμε σκηνή σε μια ερημική παραλία, να κάνουμε μπάνιο και να κοιμόμαστε αγκαλιά. Αυτό που δεν θα σου άρεσε είναι που λίγο πιο κάτω στην καρδιά μου είναι κολλημένο ένα post-it που γράφει: ΦΟΒΑΜΑΙ. Και τότε θα με ρωτούσες τι φοβάμαι κι εγώ δεν θα ήξερα τι να σου απαντήσω.
Όμως ούτε εγώ μπορώ να γίνω διάφανη ούτε εσύ θα λάβεις ποτέ αυτό το μέιλ. 
Αποθήκευση στα πρόχειρα, κλείσιμο.

Τρίτη, 25 Ιουνίου          |
Χθες το βράδυ κοιμήθηκα στον καναπέ. Εκεί κοιμάμαι τις Δευτέρες, καμιά φορά και τις Τρίτες. Κι ας λέει ο μπαμπάς πως θα πιαστώ και πως δεν είναι ανατομικό το στρώμα του καναπέ. Δεν του απαντάω. Τι να του πω; Πως η μυρωδιά των καθαρών σεντονιών που στρώνει η κυρία Αφροδίτη κάθε Δευτέρα μου θυμίζει εσένα; Πως στο κρεβάτι μου έχει προλάβει να ξαπλώσει μια μαυρίλα και μου την έχει στημένη; Ξέρεις, καμιά φορά φαντάζομαι τα χαμογελαστά αρκουδάκια από τα σεντόνια  μου να ζωντανεύουν. Όμως δεν χαμογελάνε πια και βουρκωμένα τραβολογάνε τα σκυλιά και τα γατιά από τις πιτζάμες μου, μέχρι που ζωντανεύουν κι αυτά και αρχίζουν να κλαίνε μαζί μου. Μήπως μας ακούσεις, μας λυπηθείς και γυρίσεις.  Κι ας το ξέρω πως εκεί που είσαι ούτε μας ακούς ούτε μπορείς να γυρίσεις. Χάθηκε όμως να γίνει ένα θαύμα ρε μαμά; Για τόσες εικόνες  της Παναγίας που δάκρυσαν είπε το Πάσχα η τηλεόραση. Αν το διάβαζες αυτό, θα γέλαγες. «Από πότε πιστεύεις εσύ στα θαύματαq» θα ρωτούσες.  Όχι, δεν πιστεύω και αυτό κάνει τη χορωδία των ζώων να κλαίει ακόμα πιο δυνατά. Μην ανησυχείς όμως. Τα σεντόνια από Τετάρτη θα αρχίσουν να μυρίζουν πάλι Μαρία και τότε θα κοιμηθώ πιο ήρεμα, στο υπόσχομαι.
Κυρ 30/6/2011 09.50 διάβασε η Μαρία στην οθόνη του κινητού της που ισορροπούσε στην άκρη του κομοδίνου. Μάλλον ο μπαμπάς δεν ήπιε ελληνικό σήμερα, σκέφτηκε. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές πως μπορεί κάποιος να κάνει τόσο θόρυβο μ’ ένα κουταλάκι κι ένα μπρίκι. Κι εκείνη βέβαια δεν ήταν εύκολη στον ύπνο και με το παραμικρό ξυπνούσε. Ο μπαμπάς  είχε πάει για μπάνιο με τους φίλους του και θα γυρνούσε το βράδυ. Η απουσία του την έκανε να νιώθει ελεύθερη, χωρίς να έχει συγκεκριμένα σχέδια για τη μέρα της. Αν ήταν στην Αλόνησσο, τώρα θα ξυπνούσαν και θα… Σηκώθηκε απότομα από  το κρεβάτι της για να σταματήσει να σκέφτεται. Όχι, δεν είχε μετανιώσει που δεν πήγε μαζί τους. Ρομαντικές βραδιές με τον Αλέξανδρο και γέλια με την παρέα σαν να μην τρέχει τίποτα… «Έλα μωρέ, τα ψυχολογικά της την έπιασαν πάλι», θα έλεγε εκείνος στους φίλους του.
Αλλά  τίποτα δεν καταλάβαινε…
Ντύθηκε βιαστικά και κατηφόρισε προς τη λεωφόρο να ψάξει για περίπτερο. Το γάλα είχε τελειώσει. Στριφογύριζε στις τσέπες τα κλειδιά της περιμένοντας να ανάψει πράσινο, όταν άκουσε  το γρύλισμα ενός σκύλου.
«Το καημένο το σκυλάκι» είπε μια κυρία δίπλα της. Απέναντι, ανάμεσα σε δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα είδε ένα χτυπημένο μαύρο σκυλί και  δίπλα του ένα πολύ αδύνατο λυκόσκυλο που έγλυφε το πόδι του φίλου του και στα διαλλείματα έκλαιγε. Την ώρα που η Μαρία περνούσε το δρόμο τα μάτια του καρφωθήκαν πάνω της και το κλάμα του έγινε πιο δυνατό.

Από τότε έχουν περάσει δύο μέρες. Ο Μαυροπίτ, όπως τον βάφτισαν στην κλινική, πάει καλύτερα και ο κτηνίατρος είπε πως δεν θα χάσει το πόδι του. Η Μαρία παρέα με το Φιλαράκο έχουν κατασκηνώσει εκεί. Κανείς από τους δύο δεν κλαίει πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου